Σαν σήμερα πριν από 78 χρόνια έπεφτε χτυπημένος στην πρωτεύουσα των πολιτικών δολοφονιών Θεσσαλονίκη ο δάσκαλος, δημοσιογράφος και ανώτατο στέλεχος του Κ.Κ.Ε. και του Ε.Α.Μ. Γιάννης Ζέβγος ή Ζεύγος (πραγματικό όνομα Γιάννης Ταλαγάνης).
Ήταν μία από τις τρεις σημαίνουσες πολιτικές δολοφονίες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Οι άλλες δύο ήταν του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά (πρωτομαγιά του 1948) και του Αμερικανού δημοσιογράφου George Polk (16 Μαΐου 1948).
Βιογραφία
Γεννημένος το 1897 στη Δόριζα Αρκαδίας, ο Γιάννης Ταλαγάνης είχε διατελέσει υπουργός Γεωργίας στην πρώτη μετακατοχική οικουμενική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Στα πρώτα του γραπτά υπέγραφε ως “Πολύβιος“, ενώ στον κομματικό τύπο αρθρογραφούσε μαζί με τη σύζυγό του Καίτη υπογράφοντας ως Ζεύγος – Ζέβγος για συνωμοτικούς λόγους. Το προσωνύμιό τους αυτό έγινε τελικά το επώνυμό τους.
Τελείωσε το γυμνάσιο Τρίπολης και σπούδασε παιδαγωγικά στο διδασκαλείο της Αθήνας. Στη συνέχεια εργάστηκε ως δάσκαλος τόσο στην Αρκαδία όσο και στη Μακεδονία, ενώ το 1929 παντρεύτηκε με την Καίτη Νισυρίου-Ζέβγου, μέλος του Κ.Κ.Ε. Εντάχθηκε στο Σ.Ε.Κ.Ε. το 1919 ενώ ήταν στρατιώτης. Το 1921 υπηρετούσε ως δάσκαλος στη Βησότσιανη, ένα μικρό χωριό της Δράμας. Εκεί ήρθε σε επαφή με τον Ελ. Σταυρίδη και έγινε μέλος του τμήματος Σ.Ε.Κ.Ε. της Δράμας. Το 1922, συμμετέχοντας στη μικρασιατική εκστρατεία και ευρισκόμενος στο πολεμικό μέτωπο, ανέπτυξε έντονη αντιπολεμική δράση οργανώνοντας αντιπολεμικούς στρατιωτικούς πυρήνες. Όταν επέστρεψε από το μέτωπο εντάχθηκε πάλι στο Σ.Ε.Κ.Ε. με την ομάδα των παλαιών πολεμιστών που πρωταγωνιστούσε στις εξελίξεις του κόμματος. Κατά τη δικτατορία του Πάγκαλου εξορίστηκε στη Φολέγανδρο για το “Μακεδονικό“.
Μετά την επιστροφή του από την εξορία (τέλη Αυγούστου του 1926) έγινε μέλος του γραφείου της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (Κ.Ο.Α.) και υπεύθυνος του εκδοτικού οίκου του Κ.Κ.Ε. «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο». Το 1926, μετά από σύσταση του τότε γραμματέα του Κ.Κ.Ε. Ελ. Σταυρίδη, θα μεταβεί σε σανατόριο στη Σοβιετική Ένωση για θεραπεία από τη φυματίωση. Νοσηλεύτηκε σε σανατόριο του Καυκάσου, θεραπεύτηκε, φοίτησε στις κομματικές σχολές ΚΟΥΤΒ στη Μόσχα και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930. Το 1934 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού του Κ.Κ.Ε. “Κομμουνιστική Επιθεώρηση“. Θεωρείται ένας από τους συντελεστές της απόφασης της 6ης ολομέλειας του 1934, με την οποία το Κ.Κ.Ε. επιχείρησε μια ολοκληρωμένη μαρξιστική ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Την ίδια επίσης εποχή αρθρογραφούσε στον “Ριζοσπάστη“, καθώς και στα περιοδικά “Αναγέννηση” και “Πρωτοπόροι“.
Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, κατά την εντατικοποίηση του Ν.4229 περί ιδιωνύμου, (που είχε ψηφισθεί από την κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου το 1929) συνελήφθη και αρχικά κρατήθηκε στην ασφάλεια και στη συνέχεια οδηγήθηκε στις φυλακές της Αίγινας και αργότερα στης Κέρκυρας. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ακροναυπλίας όπου έγραψε σειρά μαθημάτων φιλοσοφίας για τους συγκρατούμενούς του. Μολονότι δεν ήταν φιλόλογος ούτε ιστορικός, εκεί ξεκίνησε να γράφει την ιστορία της ελληνικής επανάστασης, έργο που χάθηκε. Αργότερα έγραψε μια επιτομή της ελληνικής ιστορίας που εκδόθηκε με τον τίτλο «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας».
Το 1943 μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας από όπου μπόρεσε να δραπετεύσει και να ενταχθεί πάλι στην ηγεσία του Κ.Κ.Ε. Στη διάρκεια της κατοχής ήταν μέλος της γραμματείας του Πολιτικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε., κορυφαίο στέλεχος του Ε.Α.Μ. και εκλεγμένος εθνοσύμβουλος της Π.Ε.Ε.Α. στη Βίνιανητης Ευρυτανίας τον Απρίλιο του 1944. Λίγο πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 διορίστηκε υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου που συγκροτήθηκε στο Κάιρο τον Μάιο του 1944 και στη συνέχεια συμμετείχε στη συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου του 1944. Αμέσως μετά επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τον Θ. Τσάτσο, προκειμένου να προετοιμάσουν την υποδοχή της εξόριστης κυβέρνησης. Η κατάσταση τότε στην Ελλάδα ήταν στα πρόθυρα του εμφυλίου. Σημειώνεται ότι στον παραπάνω ενδιάμεσο χρόνο είχαν γίνει στην Πελοπόννησο οι αιματηρές μάχες του Ε.Λ.Α.Σ. με τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας, με αποκορύφωμα την τριήμερη μάχη του Μελιγαλά στις 11-13 Σεπτεμβρίου. Ο Ζέβγος προετοίμασε το έδαφος για την υποδοχή της κυβέρνησης στις 18 Οκτωβρίου του 1944. Μαζί με τον Γεώργιο Παπανδρέου και άλλα μέλη της κυβέρνησης ανέβηκαν στην Ακρόπολη όπου ανέβασαν τη σημαία και στη συνέχεια μίλησε μαζί με τον Παπανδρέου στο λαό της Αθήνας στην πλατεία Συντάγματος.
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ο Ζέβγος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ανήκε στην αδιάλλακτη πτέρυγα της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. που πήρε την απόφαση για τη σύγκρουση. Λίγο πριν την έναρξη των μαχών είχε παραιτηθεί από την κυβέρνηση του Παπανδρέου μαζί με τους υπόλοιπους ΕΑΜικούς υπουργούς. Στο 7ο συνέδριο του Κ.Κ.Ε. (1-6 Οκτωβρίου 1945) εκλέχθηκε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του, με αρμοδιότητα την καθοδήγηση της οργάνωσης σε όλη την Πελοπόννησο. Ασχολιόταν με την τρέχουσα πολιτική αρθρογραφία που δημοσιευόταν στον «Ριζοσπάστη» και στην «ΚομΕπ».
Ως αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε., τον Φεβρουάριο του 1947 πήγε στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσει το έργο της επιτροπής του Ο.Η.Ε. που ήταν εγκαταστημένη στην πόλη και διερευνούσε την κατάσταση στη χώρα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Η δολοφονία
Το πρωί της Πέμπτης 20 Μαρτίου 1947, ο Ζέβγος βγαίνει από το ξενοδοχείο «Αστόρια» όπου διέμενε και πηγαίνει στα γραφεία της εφημερίδας «Αγωνιστής». Εκεί γράφει ένα ακόμη υπόμνημα προς την επιτροπή του Ο.Η.Ε., με νέα στοιχεία διωγμών και γενικά αντιδημοκρατικών ενεργειών της δεξιάς εις βάρος της αριστεράς. Το μεσημέρι πηγαίνει στο εστιατόριο «Ελβετικόν» για να γευματίσει, όπως συνήθιζε κάθε μέρα.
Κατά την επιστροφή του στο ξενοδοχείο κι ενώ κατέβαινε την οδό Αγίας Σοφίας, ένας άνδρας περίπου τριάντα ετών που προφανώς τον παρακολουθούσε, πυροβόλησε με περίστροφο τρεις φορές εναντίον του από κοντινή απόστασηΠροσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο δολοφόνος τον πλησίασε και τον πυροβόλησε άλλη μία φορά. Ο Γιάννης Ζέβγος έπεσε νεκρός. Ο δολοφόνος τράπηκε αμέσως σε φυγή από την οδό Αγίας Θεοδώρας και συνελήφθη καταδιωκόμενος από πολίτες κι ένα χωροφύλακα, μπροστά στο εργοστάσιο «Φλόκα». Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι ο δολοφόνος είχε δύο συνεργούς.
Ως δράστης αναγνωρίσθηκε ένας πρώην κομμουνιστής, ο κρεοπώλης Χρήστος Βλάχος από τις Σέρρες. Στους αστυνομικούς είπε ότι προέβη στη στυγερή δολοφονία από αγανάκτηση για τα όσα υπέφερε στο Μπούλκες (στρατόπεδο συγκέντρωσης για απείθαρχους κομμουνιστές στη Γιουγκοσλαβία). «Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι όταν τον είδα… Οι κομμουνιστές με βασάνισαν επειδή δεν συμφωνούσα μαζί τους» δήλωσε, ενώ σε άλλο σημείο της απολογίας του ανέφερε ότι οι κομμουνιστές είχαν εκπορνεύσει τη γυναίκα του, την οποία είχε χωρίσει. Εκείνη πάντως είχε δηλώσει ότι τον χώρισε γιατί ήταν προδότης.
Η είδηση της δολοφονίας του Ζέβγου αναστάτωσε τους πάντες, σε μια περίοδο που ο εμφύλιος βρισκόταν στην κορύφωσή του, με τις δύο πλευρές εξίσου δυνατές. Ο φιλοκυβερνητικός τύπος επιχείρησε να παρουσιάσει το έγκλημα ως «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στους κόλπους της αριστεράς. Ο «Ριζοσπάστης» έκανε λόγο για ένα ακόμη έγκλημα των «μοναρχοφασιστών». Και φαίνεται να είχε δίκιο.
Στις 3 Απριλίου 1947 δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» γράμμα του Νίκου Σιδηρόπουλου, πρώην κομμουνιστή και τροφίμου στο Μπούλκες, που ήταν συνεργός του Βλάχου στη δολοφονία του Ζέβγου. Ο Σιδηρόπουλος αναφέρει ότι η δολοφονία οργανώθηκε από την Ε.Σ.Α. και το Α2 του Γ’ Σώματος Στρατού, υπό την υψηλή εποπτεία του υπουργού Δημόσιας Τάξης Ναπολέοντος Ζέρβα, αρχηγού του Ε.Δ.Ε.Σ. κατά τη διάρκεια της κατοχής. Αποκάλυψε επίσης ότι το σχέδιο ήταν ευρύτερο, αφού περιελάμβανε και δολοφονίες των Γιάννη Πασαλίδη (μετέπειτα προέδρου της Ε.Δ.Α.) και Αλέξανδρου Σακελλαρόπουλου (κατοπινού προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).
Ο δράστης του φονικού Χρήστος Βλάχος, προσήχθη σε δίκη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών το 1948. Πολύ γρήγορα όμως δραπέτευσε από τη φυλακή και φυγαδεύτηκε στην Αργεντινή. Έπειτα από αρκετά χρόνια επέστρεψε στην Ελλάδα και στις 20 Σεπτεμβρίου 1981, ως τρόφιμος του ψυχιατρείου της Λέρου, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ακρόπολις»αποκάλυψε: «Εγώ δούλευα για την ελληνική και τη συμμαχική αντικατασκοπεία, πολεμούσα τους κομμουνιστές και τους Τούρκους… Έτσι εκτέλεσα και την εντολή που πήρα από τους ανωτέρους μου, να σκοτώσω τον Γιάννη Ζέβγο. Έπρεπε να υπακούσω. Η πατρίδα κινδύνευε, έπρεπε να την καθαρίσω από τους κομμουνιστές. Και τον Σουλτάνο του Κ.Κ.Ε. (εννοεί τον Ζαχαριάδη) έπρεπε να τον σκοτώσω».
πηγές: αρχείο indeXanthi.gr, Wikipedia, Σαν σήμερα