«Αν δεν πάμε καλά εγώ θα φταίω. Η αποτυχία θα είναι δική μου, η επιτυχία όλων». Μην ψάχνετε να βρείτε κάποιον προπονητή ποδοσφαιρικής ομάδας πίσω απ’ αυτά τα λόγια. Ο νεόκοπος αρχηγός κόμματος Σταύρος Θεοδωράκης τα είπε, κατά την παρθενική συνέντευξη Τύπου του «Ποταμιού».
Δεν ξέρουμε τι σχέση έχει με το ποδόσφαιρο, στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν αντέγραψε κάποιον προπονητή (είναι πολλοί αυτοί που κάνουν τέτοιες δηλώσεις, όταν αναλαμβάνουν μια ομάδα), αλλά τον Ματέο Ρέντσι, τον νέο πρωθυπουργό της Ιταλίας. Ήταν η πρώτη δήλωση που έκανε, όταν ο πρόεδρος Ναπολιτάνο του έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αφού προηγουμένως εκπαραθύρωσε τον Λέτα.
Από τον Μπέπε Γκρίλο ο Θεοδωράκης δανείζεται μόνο τις συνεχείς απαξιωτικές αναφορές «στους πολιτικούς», οι οποίοι δεν έχουν να μας πουν τίποτα πλέον. Κατά τα άλλα, προτιμά τον Ρέντσι, ο οποίος εμφανίστηκε ως νέος και ωραίος και κατάφερε μέσα σε μια διετία να εκπαραθυρώσει πρώτα τον Λουΐτζι Μπερσάνι από την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος και μετά τον Ενρίκο Λέτα (στέλεχος επίσης του ΔΚ) από την πρωθυπουργία, παίρνοντάς τα όλα.
Ας μην βιαστεί κανείς να κάνει συγκρίσεις με τον Σημίτη, που το 1996 «τα πήρε όλα», αγνοώντας τις συμβιβαστικές προτάσεις του Λαλιώτη και άλλων βαρόνων του ΠΑΣΟΚ. Ο Σημίτης ήταν ο ίδιος βαρόνος, συνιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, όπως συνήθιζε να λέει, και κινήθηκε μέσα στο μηχανισμό, έχοντας ήδη ένα όνομα και έχοντας δουλέψει επί χρόνια για να πάρει τη στήριξη των μιντιαρχών. Αντίθετα, ο Ρέντσι είναι πολύ φρέσκος στο ΔΚ. Μπήκε σ’ αυτό το κόμμα μόλις το 2007, ενώ πριν ήταν στέλεχος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Την ίδια διαδρομή είχε και ο Λέτα.
Πώς κατάφερε ο Ρέντσι να εκπαραθυρώσει πρώτα τον Μπερσάνι και μετά τον Λέτα; Οχι, βέβαια, επειδή είναι νέος, ωραίος και δυναμικός, αλλά επειδή αυτά τα προσόντα εκτιμήθηκαν ως επαρκή από την Confindustria, το πανίσχυρο συνδικάτο των ιταλών βιομηχάνων, από μονοπώλια όπως η Fiat και τους ομίλους που εκδίδουν την Corriere della Sera και την Repubblica, ου μην αλλά και από το Βατικανό.
Εδώ και πολλά χρόνια στην ιταλική πολιτική σκηνή διεξάγεται ένα διαρκές σαφάρι δεινοσαύρων. Ο τελευταίος δεινόσαυρος, τον οποίο απλά κατάφεραν να περιθωριοποιήσουν διασπώντας το κόμμα του, είναι ο Μπερλουσκόνι. Οι διάδοχοί του, όμως, δεν αποδείχτηκαν ικανοί να φέρουν έναν άλλο πολιτικό αέρα. Ο άχρωμος και άοσμος τεχνοκράτης Μόντι, μολονότι είχε τις ευλογίες του Βερολίνου, δεν κατάφερε να σταθεί. Ο πρώην δεξιός και νυν κεντροαριστερός Λέτα αποδείχτηκε εξίσου άχρωμος. Αποδείχτηκε περισσότερο τεχνοκράτης και λιγότερο πολιτικός. Γι’ αυτό και η Confindustria προσέφερε το στέμμα στον Ρέντσι, με την ελπίδα ότι αυτός μπορεί να αναδειχτεί σε Ραφαέλα Καρά της ιταλικής αστικής πολιτικής.
Κάπως έτσι σκέφτηκαν και οι μιντιάρχες στην Ελλάδα και έριξαν στην πιάτσα τον Θεοδωράκη. Αλλα τα μεγέθη, βέβαια, άλλες οι συνθήκες, άλλες οι συγκυρίες. Ο Ρέντσι είναι στέλεχος ενός μεγάλου κόμματος, ενώ ο Θεοδωράκης είναι απλώς ένας υπάλληλος των μιντιαρχών. Υπάρχει, όμως, ένα κοινό στοιχείο. Και ο ένας και ο άλλος είναι δοτοί. Αντλούν εξουσία από ένα παρασκήνιο, στο οποίο βυσσοδομούν καπιταλιστικοί όμιλοι. Πρόκειται για παραδείγματα που τείνουν να γίνουν τυπικά σε καπιταλιστικές χώρες που βρίσκονται σε πολιτική κρίση.
Αυτά τα παραδείγματα μας επιτρέπουν να στοχαστούμε πάνω στην ουσία της αστικής πολιτικής, στόχος της οποίας δεν είναι η εξισορρόπηση των ανταγωνιστικών ταξικών συμφερόντων, αλλά η επιβολή με κάθε τρόπο της εξουσίας της αστικής τάξης.
Πέτρος Γιώτης