Μετά τη γνωριμία του αναγνωστικού κοινού με την Ελένη Χατζή μέσα από το πρώτο μυθιστόρημά της («Ο μάγος» – εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2011), κυκλοφορεί εδώ και μερικούς μήνες από τον εκδοτικό οργανισμό «Λιβάνη» το νέο μυθιστόρημά της με τίτλο «Ο λάκκος του θριάμβου».
Η συγγραφέας γράφει για το νέο βιβλίο της: «Ο κόσμος του είναι χωρισμένος στα δύο: απ’ τη μια οι ισχυροί άνθρωποι πλούτου και εξουσίας κι απ’ την άλλη οι καθημερινοί άνθρωποι, που ζουν σε μια συνεχή απογοήτευση και ματαίωση των κόπων και των ελπίδων τους». Αυτούς τους δύο κόσμους αποτυπώνει στους πυκνούς διαλόγους του 320 σελίδων μυθιστορήματός της.
Η Ελένη Χατζή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Είναι γλωσσολόγος (πανεπιστήμιο Αθηνών) με μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου (ΜΑ, Royal Holloway), όπου μελέτησε τις προϊστορικές γραφές της Αιγαιακής Εποχής του Χαλκού και της Μεσοποταμίας. Έχει εργαστεί στο χώρο της διαφήμισης, των εκδόσεων και της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Το 2006 εξέδωσε την ποιητική συλλογή με τίτλο «Ορείχαλκος» (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Μετέφρασε και επιμελήθηκε συλλογή ποιημάτων του Νιγηριανού νομπελίστα ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Wole Soyinka («Η Σαμαρκάνδη και άλλα ποιήματα» (Γαβριηλίδης, 2011).
Από πρόσφατη μακρά συνομιλία μας παραθέτουμε τα κάτωθι λεγόμενά της:
«“Αυτά τα τσακάλια μόνο δείχνουν ότι παγιδεύτηκαν ή υποχωρούν / Μια καινούργια αγέλη μαζεύεται ξανά εκεί, πίσω απ’ τους θάμνους / Το ουρλιαχτό τους το ξέρουμε, δεν θα μας λυπηθούν”. Αυτή η εικόνα από το ποίημα του Νιγηριανού νομπελίστα Γουόλε Σόγινκα “Ώρες χαμένες, ώρες κλεμμένες” ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Εκεί, θέλησα να μελετήσω ένα θέμα που με απασχολούσε από καιρό: πώς ο πολιτισμός της δύσης δημιούργησε έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος όφειλε να αφιερωθεί στο κυνήγι του κέρδους, όχι μόνο με την υλική έννοια του όρου, αλλά να νιώθει “κερδισμένος” με κάθε τρόπο στις συντροφικές, επαγγελματικές ή ερωτικές σχέσεις του. Μια θεοποίηση του “εγώ”, που αναπόφευκτα τον οδήγησε σε ρήξη με τη συναισθηματική και ηθική πλευρά του».
«Στο δεύτερο μυθιστόρημά μου με τίτλο “Ο λάκκος του θριάμβου”, θέλησα να δω και κάτι άλλο: τον κόσμο των καθημερινών ανθρώπων που μοχθούν και περιμένουν μιαν ανταμοιβή που ποτέ δεν έρχεται, την απογοήτευση και την απελπισία καθώς γκρεμίζονται τα όνειρα και οι προσδοκίες τους. Αλλά και πώς αυτή η απογοήτευση δημιουργεί εύφορο έδαφος για να κυριαρχήσουν η βία και ο παραλογισμός -όταν η “λογική” μιας κοινωνίας γίνεται απάνθρωπη, μπορεί να αρνηθείς τους κανόνες που τη διέπουν. Αυτοί οι δυο κόσμοι, των ισχυρών και των αδύναμων, αναπόφευκτα οδηγούνται στη σύγκρουση. Στο “Λάκκο του θριάμβου” κυριαρχεί η ιδέα της σύγκρουσης ως χαρακτηριστικού της ανθρώπινης ύπαρξης. Με ενδιαφέρει η παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της αντίφασης που τη χαρακτηρίζει, μια και όλοι ζούμε πάντα -συνειδητά ή ασυνείδητα- την πιθανότητα του μελλοντικού τέλους μας».
«Ο κινηματογράφος με επηρεάζει και με εμπνέει. Στην εποχή μας είναι μια πολύ δημιουργική τέχνη που βρίσκει διαρκώς νέους βηματισμούς και νέους τρόπους έκφρασης. Τώρα η λογοτεχνία δανείζεται από τον κινηματογράφο αφηγηματικές τεχνικές, ρυθμούς και αισθητική και εμπλουτίζεται. Είναι μια τέχνη που ενδιαφέρεται για το box office, αλλά παράγει ακόμη μεγάλα έργα».
«Ζούμε σε μια post- literate (μετα-λογοτεχνική) εποχή, που σημαίνει πως οι άνθρωποι διαβάζουν πολύ λιγότερο απ’ ότι στο παρελθόν. Αυτό δημιουργεί μη “ασκημένους” αναγνώστες, που εύκολα θα ικανοποιηθούν με χαμηλής ποιότητας βιβλία. Επίσης η εκτύπωση ενός βιβλίου έχει γίνει σχετικά φθηνή υπόθεση. Πολλές εκατοντάδες τυπώνονται μόνο στη χώρα μας κάθε χρόνο, ο αναγνώστης χάνεται και συνήθως αγοράζει αυτό που πουλάει περισσότερο -σαν εγγύηση πως είναι “καλό”. Κι αυτό που πουλάει περισσότερο, αν εξαιρέσουμε κάποια δημοφιλή λογοτεχνικά βραβεία κάθε χρονιάς, ανήκει συνήθως στην παρα-λογοτεχνία, τη λογοτεχνία πολύ χαμηλών απαιτήσεων από άποψη προβληματισμού και ποιότητας γραφής».
«Ο συγγραφέας, όπως κάθε καλλιτέχνης και πνευματικός άνθρωπος, χρειάζεται να έχει επιμονή στη δυσκολία. Δυσκολία όχι στον τρόπο που γράφουμε βέβαια, αλλά στο πόσο αυτό που κάνουμε είναι γέννημα μιας βαθύτερης εσωτερικής επεξεργασίας, προβληματισμού και φυσικά καλλιέργειας. Δεν γίνεται να γράφεις μυθιστόρημα και να μην έχεις διαβάσει, να μην έχεις προβληματισμούς για τον κόσμο που ζεις ούτε να έχεις πειραματιστεί σε μεγάλη χρονική διάρκεια με τα μέσα σου, δηλαδή τη γλώσσα και τις τεχνικές σου. Αυτό δείχνει πόσο εμείς οι ίδιοι -κι αυτό ισχύει για όλες τις τέχνες- αγαπάμε τη λογοτεχνία και όχι μόνο ικανοποιούμε το ναρκισσισμό μας με το να δούμε το όνομα μας τυπωμένο σε κάποιο εξώφυλλο ή την καλοπέραση μας κερδίζοντας πολλά λεφτά. Η λογοτεχνία είναι επικοινωνία με τον αναγνώστη κι εσύ ο ίδιος ορίζεις αν θα είναι σχέση ενδιαφέροντος ή μια σχέση πρόχειρη και φτηνή χωρίς απαιτήσεις».
«Οι συγγραφείς πρώτοι απ’ όλους πρέπει να υποστηρίξουν μια ιδέα που έχει ανάγκη η εποχή μας περισσότερο από ποτέ, αυτή που εξέφρασε ο Φρέντερικ Ντάγκλας, ένας σκλάβος που απέδρασε από τον αμερικάνικο νότο και κέρδισε την ελευθερία του 170 χρόνια πριν. Δουλεία είναι το πνευματικό σκοτάδι».