Δεν με νοιάζει αν ο Σαββόπουλος “πηδάει” τη σειρά στο μπαρ του σινεμά. Δεν με νοιάζει αν είναι αγενής στο ταξί. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι φραγκοφονιάς και αν τσιγκουνεύεται και το πενηνταράκι. Δεν με καίει ούτε που τραγούδησε για τον τέως μεγαλειότατο Κωνσταντίνο και για διάφορους πλουσίους και ξενέρωτους.
Αυτά είναι προσωπικά θέματα και ατομικές υποθέσεις και, τέλος πάντων παιδιά, το είπε και ο κύριος ημών Ιησούς Χριστός σε μία από τις πλέον επιτυχημένες ατάκες του: “Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.”
Εκείνο που με νοιάζει, ωστόσο, είναι οι επανειλημμένες απόπειρές του Νιόνιου να καταστρέψει την μουσική του κληρονομιά. Είτε γράφοντας άσματα ούτε ηρωικά ούτε πένθιμα, είτε μεταλλάσσοντας τα παλιά του γκαγκάν τραγούδια σε κανταδούλες της συμφοράς, είτε θέτοντας το ταλέντο του στην υπηρεσία της διαφημιστικής αγοράς. Βλέπε την χρήση της “Θαλασσογραφίας” σε διαφήμιση ζύθου και μάλιστα ούτε καν στην πρώτη την καλή εκτέλεση, αλλά στην κατοπινή την ψόφια και αδύναμη.
Και τώρα τα ‘κανε ακόμη χειρότερα. Τραγούδησε την “Όμορφη μέρα” των Onirama για καμπάνια συνδρομητικού καναλιού. Των Onirama, αν έχετε Θεό, του συγκροτήματος που χαρακτήρισε και σημάδεψε όλη την νεόπλουτη Ελλάδα της περασμένης δεκαετίας. Ενός γκρουπ ξεπερασμένου ακόμη και στο ποπ σύμπαν εδώ και χρόνια, σαν πιστωτική κάρτα που γνώρισε εποχές ένδοξες και τώρα πια δεν την πληρώνει κανείς.
Κι εδώ η προσβολή προς τα “πρώτα” από τα “στερνά” είναι πολύ μεγαλύτερη. Γιατί στην περίπτωση της “Θαλασσογραφίας” ήταν τουλάχιστον δικό του το κομμάτι, μπορούσε να πει “του βάζω φωτιά και το καίω άμα λάχει”. Στην περίπτωση, πάλι, της “Όμορφης μέρας”, έχουμε να κάνουμε με επιλογή και χειρονομία του δημιουργού ο οποίος κλείνει οριστικά την πόρτα στις πίσω του σελίδες.
Δεν ξέρω αν είναι το άγχος του γήρατος που τον οδηγεί σε αυτού του είδους τα απονενοημένα διαβήματα. Το είχαμε υποπτευθεί ότι αγωνιούσε να επανασυνδεθεί με τη νεολαία (με ό,τι ο ίδιος καταλαβαίνει ως νεολαία, τέλος πάντων) από τότε που προσκύνησε τα θέλγητρα της Καλομοίρας. Αλλά εκεί μπορούσε να δικαιολογηθεί ως μέντωρ, ως δανδής, ως χιουμορίστας έστω της κακιάς ώρας.
Τώρα δεν έχει καμιά δικαιολογία, κανένα άλλοθι. Ούτε τα πλούτη του λείπουν, ούτε η αναγνώριση, ούτε η έξωθεν καλή μαρτυρία -παρά τα κατά καιρούς ενοχλητικά περιστατικά, επαναλαμβάνω. Τι πάει λοιπόν και ανακατεύει την ήρα με το στάρι; Γιατί τσαλαβουτάει στα λασπόνερα της μπούρδας; Πώς του προέκυψε αυτός ο ασυνάρτητος αχταρμάς; Εκτός πια κι αν το φάντασμα των Εξαρχείων δεν τον αφήνει ούτε νύχτα να ησυχάσει στο Παλαιό Ψυχικό.
Χρήστος Ξανθάκης