Tι κρίνεται στις εκλογές σε Δήμους και Περιφέρειες και τι στις ευρωεκλογές της επόμενης Κυριακής;
Κρίνεται μήπως το μέλλον των εργαζόμενων στους Δήμους και τις Περιφέρειες; Υπάρχει περίπτωση, αν εκλεγούν «αριστεροί» δήμαρχοι και περιφερειάρχες, να μειωθούν τα χαράτσια που επιβάλλονται σε τοπικό επίπεδο, να αυξηθούν οιπροσλήψεις εργαζόμενων, να υπάρξει κοινωνική πολιτική, να δουν οι εργαζόμενοι καλύτερες μέρες;
Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που οι δήμαρχοι έχουν μετατραπεί σε τοπικούς μάνατζερ του κράτους. Οι δε περιφερειάρχες έγιναν αιρετοί (όπως και προηγούμενα οι νομάρχες), όταν το αστικό κράτος εκσυγχρόνισε τις δομές του και καθόρισε με αυστηρότητα το νομοθετικό καθεστώς λειτουργίας των περιφερειών, έτσι που να μην υπάρχει καμιά δυνατότητα παρέκκλισης από την πολιτική που καθορίζεται κεντρικά.
Υπάρχει, βέβαια, διαφορά στο στιλ που ο κάθε δήμαρχος ή περιφερειάρχης εφαρμόζει ή θα εφαρμόσει την ενιαία και αδιαίρετη κρατική πολιτική. Αν για εσάς το στιλ μετράει τόσο πολύ, δεν έχετε παρά να ψηφίσετε τον πιο όμορφο ή την πιο όμορφη, τον/την πιο πολιτισμένο/η, γλυκομίλητο/η. Αν το στιλ δεν είναι στα κριτήριά σας, τότε δεν έχετε κανένα λόγο να επιλέξετε με την ψήφο σας ποιος θα εφαρμόσει σε δημοτικό και περιφερειακό επίπεδο την κρατική (και ευρωενωσίτικη) πολιτική, επικυρώνοντας εμμέσως τη νομιμότητα αυτής της πολιτικής.
Την επόμενη Κυριακή θα κληθείτε να επιλέξετε ευρωβουλευτές. Ευρωβουλευτές, οι οποίοι για μια τετραετία δε θα κάνουν τίποτ’ άλλο από το να φλυαρούν στο Στρασβούργο, τις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο, εισπράττοντας παχυλότατους μισθούς, χωρίς καμιά δυνατότητα να επηρεάσουν την πολιτική που ασκείται από τα εκτελεστικά όργανα της ΕΕ (Συμβούλιο και Επιτροπή), αλλά με απεριόριστες δυνατότητες στην πολιτική νομιμοποίηση του ιμπεριαλιστικού σχηματισμού που ονομάζεται ΕΕ, με απεριόριστες δυνατότητες εξαπάτησης των εργαζόμενων, είτε ως προς τη συνδρομή τους στην «αλλαγή της Ευρώπης» είτε ως προς τη συνδρομή τους στην «ανάπτυξη των λαϊκών αγώνων».
Ακόμη και το περιθωριοποιημένο κοινοβούλιο της «μνημονιακής» Ελλάδας έχει μεγαλύτερες δυνατότητες επηρεασμού της ασκούμενης πολιτικής απ’ αυτές που έχει το Ευρωκοινοβούλιο. Γι’ αυτό και διαγράφτηκαν τόσοι βουλευτές από τα δύο κόμματα εξουσίας, τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αντίθετα, στο Ευρωκοινοβούλιο τα πράγματα κυλούν με τέτοια ηρεμία που προκαλούν ατέλειωτα χασμουρητά στα μέλη του. Το σημειώνουμε γιατί δεν αντέχεται το παραμύθι ότι δήθεν οι λαοί της Ευρώπης με την ψήφο τους καθορίζουν το μέλλον τους.
Για να λέμε την πάσα αλήθεια, μάλλον οι λαοί δεν το τρώνε αυτό το παραμύθι. Γι’ αυτό και η αποχή στις ευρωεκλογές κυμαίνεται σε επίπεδα πολύ πάνω από τις εθνικές εκλογές κάθε χώρας. Ακόμη κι αν αποδώσουμε αυτή την υψηλή αποχή σε αδιαφορία, αυτή η αδιαφορία είναι απότοκο της πραγματικής κατάστασης. Της πεποίθησης ότι το Ευρωκοινοβούλιο είναι ένα διακοσμητικό όργανο. Ο χαρακτήρας αυτός δεν άλλαξε με τις νέες αρμοδιότητες που δόθηκαν στο Ευρωκοινοβούλιο από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, γιατί αυτές οι αρμοδιότητες δεν ακουμπούν τον πυρήνα της εξουσίας, ενώ θεσπίστηκαν παράλληλα όλες εκείνες οι ασφαλιστικές δικλίδες που είναι απαραίτητες για να βρίσκεται η εξουσία σταθερά στα χέρια του Συμβουλίου (πρωτίστως) και της Κομισιόν (ως εντολοδόχου του Συμβουλίου).
Υπάρχει, βέβαια, και το «μήνυμα». Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση υπάρχει το «μήνυμα». Ο λαός καλείται να συμμετάσχει και να ψηφίσει για να στείλει «μήνυμα» (μόνο η αποχή –συνειδητή ή μη– δε θεωρείται μήνυμα). Αλλοι θέλουν το «μήνυμα» σκέτο και άλλοι το θέλουν με… πρακτικές προεκτάσεις. Αλλοι καλούν σε υπερψήφισή τους για να σταλεί «αγωνιστικό μήνυμα» και άλλοι «για να απαλλαγούμε από την κυβέρνηση του μνημονίου».
Πόσα μηνύματα δεν έχει στείλει ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα η εργατική τάξη τα τελευταία χρόνια; Πόσες απεργίες, πόσες διαδηλώσεις, πόσες οργισμένες μούντζες με κατεύθυνση τη Βουλή; Οταν το μήνυμα του «δρόμου» δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, γιατί ήταν τζούφιο, γιατί δεν συνοδευόταν με εκείνους τους όρους που θα το έκαναν πραγματικά «ηχηρό», με ποια λογική θα φέρει αποτέλεσμα το «μήνυμα» της κάλπης;
Μόνο ένα νόημα έχει το κάλεσμα για αποστολή «μηνύματος» μέσω της κάλπης, σε μια κοινωνία γονατισμένη, καταπλακωμένη από το σύνδρομο της ήττας: ότι μόνη ρεαλιστικά αποτελεσματική οδός διεξόδου είναι οι εκλογές!
Αν στις τοπικές εκλογές ακόμη τηρούνται κάποια προσχήματα («ψηφίζουμε τους πιο κατάλληλους για την τοπική διοίκηση»), για να βοηθήσουν τους υποψήφιους να κρυφτούν πίσω από μια κάλπικη «ανεξαρτησία», ψαρεύοντας ψήφους σε θολά νερά, στις ευρωεκλογές έχουν περάσει στην τελευταία θέση της κομματικής προπαγάνδας οι αναφορές στον «ευρωπαϊσμό» ή «αντιευρωπαϊσμό» κάθε κόμματος και όλοι οι συνδυασμοί ζητούν πρωτίστως ψήφο έγκρισης για την πολιτική τους στα εσωτερικά ζητήματα. Ψήφο εν είδει προκρίματος για τις εθνικές εκλογές.
Ο Σαμαράς προβάλλει ως ο εγγυητής της σταθερότητας και της εξόδου από την κρίση. Ως ο μέγας αναμορφωτής, ο ικανότερος σύγχρονος αστός πολιτικός, μετά τον οποίο υπάρχει μόνο το χάος της χρεοκοπίας και του κοινωνικού εκτραχηλισμού.
Ο Βενιζέλος δεν μπορεί να μοιραστεί μαζί του τη δόξα για τα «επιτεύγματα». Με την αγωνία της πολιτικής επιβίωσης να τον στοιχειώνει, ζητά ψήφο εγγύησης της σταθερότητας, διότι αν δεν την πάρει, θα αναγκαστεί να παραιτηθεί, οδηγώντας τη συγκυβέρνηση σε πτώση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά ψήφο ανατροπής της κυβέρνησης, χωρίς αυτή τη φορά να τάζει λαγούς με πετραχήλια. Αντίθετα, προσαρμόζει σε όσο γίνεται πιο συντηρητικές διακηρύξεις την πολιτική του, κάνοντας άνοιγμα κυρίως προς τα δεξιά του. Ομως, ανεξάρτητα από τις προεκλογικές διακηρύξεις, οι οποίες είναι απ’ αυτά που «λέγονται και δεν γίνονται», σημασία έχει η δεδηλωμένη πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί τον ελληνικό καπιταλισμό με απόλυτο σεβασμό στα συμφέροντα του κεφαλαίου και με ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό στις διεθνείς σχέσεις που διαχρονικά έχει διαμορφώσει η ελληνική αστική τάξη, πρωτίστως με τη συμμετοχή της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το άλλο πρόσωπο της ίδιας πολιτικής.
Ο Περισσός επιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτοντας όψεις της πολιτικής του, φωνάζει ηχηρά αντικαπιταλιστικά συνθήματα, όμως εδώ και πολλά χρόνια έχει δείξει την υπευθυνότητά του έναντι του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι ένα αστικό κόμμα που χρησιμοποιεί την αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική φρασεολογία για να περιχαρακωθεί έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή που επιδεικνύει απόλυτο σεβασμό στην αστική νομιμότητα και πολεμά με λύσσα κάθε εκδήλωση εργατικής και λαϊκής αντιβίας. Γι’ αυτό και οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις του δίνουν χώρο να εκφραστεί και τον χρησιμοποιούν ως αντίβαρο έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Αν είχαν τον παραμικρό φόβο, αν υποψιάζονταν ότι υπάρχει κόκκος αλήθειας στη σοσιαλιστική προπαγάνδα του Περισσού, θα τον είχαν αποκλείσει από αυτό που ονομάζεται μιντιακή σφαίρα.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με μπόλικη αντικαπιταλιστική φλυαρία, παρουσιάζει μια δήθεν μοντέρνα εκδοχή της «θεωρίας των σταδίων», λες και βρισκόμαστε σε επαναστατική κρίση και αναζητούμε μεταβατικά συνθήματα. Πίσω από αυτή την αντικαπιταλιστική φλυαρία κρύβεται μια γραμμή «συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης» προς τον ΣΥΡΙΖΑ, στην προοπτική της «κυβέρνησης της αριστεράς».
Αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομες! Η γνωστή φράση του Ενγκελς παραμένει πάντα επίκαιρη, όμως δεν μπορούμε να «καθαρίζουμε» μόνο μ’ αυτή. Οι εκλογές είναι πάντοτε ένα πολιτικό γεγονός και η στάση σ’ αυτές πρέπει να αιτιολογείται συγκεκριμένα.
Με τους σημερινούς συσχετισμούς, με τις διαμορφωμένες πολιτικές τάσεις,ό,τι και να ρίξετε στην κάλπη, αυτή θα βγάλει κινεζοποίηση, όπως λέει ένα από τα προεκλογικά μας συνθήματα. Γιατί να νομιμοποιήσουμε αυτή τη διαδικασία, με το προκαθορισμένο αποτέλεσμα; Γιατί να λειτουργήσουμε ως διακοσμητικοί μαϊντανοί του αστικού συστήματος εξουσίας; Γιατί να τους προσφέρουμε το άλλοθι δημοκρατικότητας και πλουραλισμού που τόσο έχουν ανάγκη; Γιατί να μην καταγράψουμε με τον πιο «ηχηρό» τρόπο την καταγγελία μας όχι στο ένα ή στο άλλο αστικό κόμμα, αλλά συνολικά στο αστικό πολιτικό σύστημα;
Ποιο είναι σήμερα το μέγα πρόβλημα της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας; Η ηττοπάθεια που επικρατεί σήμερα είναι αποτέλεσμα μιας πορείας που κρατάει χρόνια και όχι μόνο τα τέσσερα χρόνια του Μνημόνιου. Αν κοιτάξουμε τα τελευταία σαράντα χρόνια, θα δούμε πολλές περιόδους έξαρσης του διεκδικητικού κινήματος των εργαζόμενων μαζών, οι οποίες ακολουθούνται από περιόδους αδράνειας και ηττοπάθειας. Σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, όμως, στις ανόδους και τις πτώσεις του κινήματος, εκείνο που το σφραγίζει είναι ο ετεροπροσδιορισμός του, η υποταγή του στην αστική πολιτική με τα χίλια πρόσωπα, η αδυναμία του να επαναχαράξει μια στρατηγική κοινωνικής απελευθέρωσης, στην οποία θα «πατά» και η όποια τακτική.
Η πλήρης, κάθετη ρήξη με την αστική πολιτική στο σύνολό της υπήρχε ως ζητούμενο το 1974, εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα και τίθεται με πιο επιτακτικό τρόπο.
Η διέξοδος από το καθεστώς της κινεζοποίησης (και όχι από την κρίση) θα είναι επαναστατική ή δε θα υπάρξει. Για να οικοδομηθούν οι όροι για μια επαναστατική διέξοδο, πρέπει να γίνει πράξη η πλήρης ρήξη με την αστική πολιτική για σημαντικό μέρος της εργατικής τάξης. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει αυτόματα. Αυτό είναι ένα καθήκον που πρέπει να βάλουν στον εαυτό τους οι πρωτοπόροι αγωνιστές της εργατικής τάξης, αναπτύσσοντας την πολιτική τους ενότητα, δημιουργώντας εκείνη την πολιτική οργάνωση που θα είναι σε θέση να αποκαλύπτει, να πείθει, να οργανώνει.
Η συμμετοχή στις αστικές εκλογές δεν αποτελεί ούτε ένα μικρό βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Το μόνο που σωρεύει είναι σύγχυση, ερωτηματικά, λογική ανάθεσης, θολούρα σχετικά με το πού περνάνε οι διαχωριστικές γραμμές, αμβλύνσεις στον ταξικό ανταγωνισμό.
Η αποχή είναι εκείνη η στάση που αρμόζει σε όσους θέλουν να καταγγείλουν τον καπιταλισμό και συνολικά το πολιτικό του σύστημα, να σηματοδοτήσουν μια κατεύθυνση κάθετης ρήξης με την αστική πολιτική και το σύστημα που υπηρετεί.
Φυσικά, και η αποχή είναι μια εκλογική στάση. Μόνη της δεν οδηγεί πουθενά. Η αποχή είναι μια στιγμή, ο αγώνας για την επαναστατική πολιτική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος πρέπει να είναι διαρκής.
ΑΓΩΝΕΣ ΤΑΞΙΚΟΙ, ΣΤΗΝ ΚΑΛΠΗ ΑΠΟΧΗ
πηγή: Κόντρα