INDEXANTHI.GR
Αρθρογραφία

“Το τελευταίο ταξίδι”

Ο Χρήστος Τσιγαρίδας έκανε χτες το τελευταίο του ταξίδι στα νερά της Καλύμνου, με την “Πριγκίπισσα της Τελένδου” (εδώ video). Η “Πριγκίπισσα” έλυσε τον κάβο απ’ την προβλήτα των Μυρτιών, τότε που ο ήλιος γίνεται αίμα. Είχαν επιβιβαστεί η σύντροφός του, τα πολλά παιδιά και τ’ ακόμη περισσότερα εγγόνια του κι ένα νεογέννητο φυτράκι μια σταλιά, που ενώ όλοι έκλαψαν, αυτό δε δάκρυσε καθόλου. Οι πολύ μικρές φύτρες των ανθρώπων δεν κλαίνε από λύπη.

Επιβάτης και ο Χρήστος Τσιγαρίδας. Η στάχτη του. Η τέφρα του. Όχι, λέει ο Μικές. Η σποδός του. Οι πολεμιστές δεν αφήνουν απλή στάχτη. Μόνο σποδό. Ηφαιστειακά σωματίδια πυριτίου που εκτινάσσονται ψηλά μαζί με τη λαβα. Έτσι, ο Χρήστος Τσιγαρίδας επιβιβάστηκε σ’ ένα άσπρο πήλινο βάζο ως σποδός. Αν μπορεί κανείς να κλείσει την ηφαιστειακή έκρηξη σ’ ένα βάζο.

Το ταξίδι ξεκίνησε με το “Δε λες κουβέντα. Κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα”. Δεν ακούγεται τίποτα άλλο. Το τραγούδι μόνο και το ντούκου-ντούκου της μηχανοκίνητης “Πριγκίπισσας”. Ανοιχτήκαμε προς την Αγία Κυριακή. Τώρα έπαιζε τη Δραπετσώνα. “Κάθε καρφί του, πίκρα και λυγμός.”

– “Όταν τελείωσε το Πολυτεχνείο κι έφτιαξε το πρώτο κτίριο και πήρε τα πρώτα λεφτά” μου λέει η Γεωργία, “ξέρεις τι αγόρασε; Κεράσια. Τα πήγε στη μάνα του την Καλυμνιά και τα έφαγαν μαζί. Τα δοκίμαζαν για πρώτη φόρα“.

Η μητέρα μου δεν πρόλαβε να τελειώσει την Ιατρική. Πρόλαβε όμως να γίνει κομμουνίστρια… και αντάρτισσα… Η γιαγιά μου έβριζε συχνά τη μάνα μου, μπολσεβίκα και συμμορίτισσα“.

Είχαμε πια φτάσει στ’ ανοιχτά του Πλατύ Γιαλού. Ο γιος του, που περίμενε στην παραλία τη μηχανοκίνητη “Πριγκίπισσα”, σαν την είδε, βούτηξε και ήρθε με μεγάλες απλωτές. Να μην πέσει ο πατέρας του στα 80 του μόνος στη θάλασσα.

Γεννήθηκα τον Οκτώβρη του 1939 στην Ξυλαγανή Κομοτηνής. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Ήταν απ’ τους τελευταίους, αν όχι ο τελευταίος του αλβανικού μετώπου“.

Το πήλινο βάζο ανοίχτηκε. Έπαιζε ένα θλιβερό αντάτζιο. Δεν ξέρω ποιο. Ένοιωθα ναυτία. Η “Πριγκίπισσα”, αρόδο κι ατιμόνευτη κούναγε πολύ. Μέσα μου ανακατευόντουσαν πολλές απώλειες. Εδώ, των γύρω μου, μα πιο πολύ οι δικές μου. Ο πόνος έχει εγωισμούς.

Τα παιδιά, τα εγγόνια και οι φίλοι, τίναξαν τη σποδό του Χρήστου Τσιγαρίδα στα γαλανά νερά. Ο γιος του έκλαιγε μέσα στο νερό. Σκορπίστηκαν άσπρα τριαντάφυλλα και κόκκινα γαρύφαλλα κι άρχισαν να ταξιδεύουν προς την παραλία. Ήταν γεμάτη κόσμο. Το πολύ να φαντάστηκε κάποιος πως γίνεται παράνομη καλάδα. Πού να φανταστεί πως βουλιάζει έτσι η σποδός των ηφαιστείων. Εξάλλου, αυτό που δέσποζε στο πάνω βουνό έσβησε κάπου το 500 μ.Χ. και μαζί με την τελευταία ηφαιστειακή σκόνη, κατάπιε η θάλασσα και τη μικρή Ατλαντίδα της Τελένδου.

Όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ο Μάνος τραγουδούσε “στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο”. Τα λουλούδια είχαν φτάσει στην παραλία. Μερικά τα μάζεψαν κάποια παιδιά. Άλλα πάλι αναπηδούσαν στο αντιμάμαλο και ξαναγυρνούσαν στα κύματα.

Ήμουν δεκαεπτά χρονών. Καθόμουν στην πλατεία του χωριού όταν με πλησίασε μια γυναίκα με δυο παιδιά. Κρατούσε ένα τετράδιο. «Πάρ’το. Αξιοποίησέ το στη μνήμη του άντρα μου». Ήταν η χήρα του δάσκαλου. Τον εκτέλεσαν σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ήταν ένα γράμμα που ξεχείλιζε από αγάπη για τα παιδιά του, τη γυναίκα του, την ανθρωπότητα. Τους εξηγούσε γιατί έπρεπε να πεθάνει για τις ιδέες του”. Αυτό το γράμμα του δάσκαλου σφράγισε τη ζωή μου“.

Καλές θάλασσες, Χρήστο.

(τα αποσπάσματα είναι από την απολογία του Χρήστου Τσιγαρίδα, 21 Οκτωβρίου 2009)

Νίνα Γεωργιάδου

 

Σχετικά άρθρα

(Un)involved – Για τη σημερινή παγκόσμια ημέρα κυανόκρανων

Super User

“Αρώματα” μιας άλλης Ξάνθης

Super User

Διημερεύει

Super User

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Υποθέτουμε ότι είστε εντάξει με αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε αν το επιθυμείτε. Αποδοχή Δείτε περισσότερα

Πολιτική απορρήτου και cookies