Ξεκινάμε λοιπόν μια μικρή μουσική περιήγηση με πρώτη στάση τη Θράκη:
“Το κοντό το κριθαράκι” (https://youtu.be/qm_3psjJNvE)
Του κοντό μωρ’ του κοντό / του κοντό του κριθαράκι / πάει Βουλγάρα να θερίσει / πάει Βουλγάρα να θερίσει. Δε μι θέλεις μωρ’ Βουλγάρα / δε μι θέλεις μωρ’ Βουλγάρα / να σι δένου τα διμάτια / να σι δένου τα διμάτια / που ‘χεις κειν’ τα μαύρα μάτια.
Λίγο πιο δίπλα, στην περιοχή των Σερρών υπάρχει το δημοτικό τραγούδι “Κάτω στ’ αράπη το νερό” (http://www.nikospaschaloudis.gr/dhmotika.htm):
“Κάτω στ’ αράπη το νερό, στ’ αράπη το πηγάδι / Βουργάρα μ’ πάισι για νερό να πιει και να γεμίσει. / Βάζει τη στάμνα τ’ς γέμιζε και τα ποδάρια τ’ς πλένει. / Να κι αράπης πο ’ρχεται παν στ’ άλογο καβάλα. / «Καλημέρα, Βουργάρα μου». «Καλώς τον τον Αράπη». / Σαράντα τάσια έβγαλε στα μάτια δεν τον είδε / και πάνω στα σαρανταδυό γυρίζει τον κοιτάζει. / «Βουργάρα μ’, δεν παντρεύεσαι Τούρκον άντρα να πάρεις. / «Κάλιο το αίμα μου να δω, παρά Τούρκο άντρα να πάρω / να προσκυνήσω σε τζιαμί την πίστη μου να αλλάξω“.
Έπειτα μεταφερόμαστε δυτικά στο Μακροχώρι Ημαθίας:
“Σαράντα χρόνια δούλεψα” (https://youtu.be/eB8aRjgM5Xw)
“Σαράντα χρόνια δούλεψα / μες στη Μακεδονία / χίλια φλουριά απόχτησα. / Χίλια φλουριά απόχτησα / και πεντακόσια γρόσια. / Σε μια Βουργάρα τα ‘δωσα. / Σε μια Βουργάρα τα ‘δωσα / σε μια Βουργαροπούλα / για να την κλέψω μια βραδιά“.
Όμως αναφορές σε Βούλγαρους βρίσκουμε και σε δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου. Ας σταματήσουμε πρώτα στη Λυκόραχη Κόνιτσας και την εκεί “Βουργάρα” (https://youtu.be/8M1g1WwcC2A):
“Μικρή Βουργάρα θέριζε – Βουργάρα, Βουργάρα / σ’ ένα κοντό κριθάρι – μικρή Βουργαροπούλα. / Και στο δεμάτι ακούμπησε, να κάνει το παιδί της / και στην ποδιά το τύλιξε, να πάει να το πινίξει. / Κι ένα πουλί αγνάντευε, από ψηλή ραχούλα. / – Πού πας Βουλγάρα το παιδί; – Πάω να το πινίξω. / -Εγώ έχω δεκαοχτώ παιδιά, κανένα δεν πινίγω“.
Στην Ήπειρο καταγράφεται άλλο ένα τραγούδι με αναφορά σε Βουλγάρα, με τίτλο “Ο ξένος και η Βουλγάρα“, το οποίο όμως δεν μπορέσαμε να βρούμε με ήχο. Παραθέτουμε τους στίχους:
“Μικρός εξενιτεύτηκα, μικρός στα ξένα πήγα / επήγα και ρογιάστηκα* σε μια χήρα βουργάρα. / Δώδεκα χρόνους έκανα στα μάτια δεν την είδα / και μια γιορτή, μια Κυργιακή, μια Πασκαλιά μεγάλη / την είδα που στολίζουνταν στην εκκλησιά να πά(γ)ει. / – Βουργάρα, δώσ’ μου τ’ άσπρα* μου, δώσ’ μου τη δούλεψή μου / με καϊτερεί η μάνα μου, να πάν’ να με παντρέψει. / – Ξένι μ’, αν θέλεις παντρειά, εγώ να σε παντρέψω / τρεις σκλαβοπούλες έχουμε και πάρ’ όποια σ’ αρέσει / θέλεις τη ρούσα έπαρε, θέλεις τη μαυρομάτα / θέλεις την παραγαλανή*, που ‘ναι φλωργιά γιουμάτη. / Ουδέ τη ρούσα θέλω ‘γώ, κι ουδέ τη μαυρομάτα / ουδέ την παραγαλανή, που ‘ναι φλωργιά γιουμάτη / χήρα ήταν κι η μάνα μου κι εγώ χήρα θα πάρω“.
*ρογιάζομαι: προσλαμβάνομαι ως βοσκός με ρόγα, μισθό
*άσπρο: νόμισμα, νόμισμα μικρής αξίας
*παραγαλανή: γαλανομάτα.
“Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων” – Γ. Χρ. Χασιώτης, Αθήνα, 1866. Στη φωτογραφία Βουλγάρες αγρότισσες με καταγωγή από την ελληνική Θράκη.