Πάνω στης Πίνδος τα βουνά, κάτω στην Ελασσόνα
στις κόχες του Ταΰγετου, στις τάπιες της Ροδόπης
στου Ψηλορείτη τις σπηλιές, στου Μπράλου τα ρουμάνια
στου Αχελώου την εκτροπή, στης Πάρνηθας τις στάχτες
(εισαγωγή… Μικρούτσικου θα κάνω, έχει κι άλλο
μια ώρα κι είκοσι λεπτά, πώς κάνει στα τραγούδια;)
στις Ίου τις ξερολιθιές, στα «χόρτα» του Ενιπέα
στου Λάδωνα τις καλαμιές, στης Λέσβος τους κολπίσκους,
στα Τρίκαλα στα δυο στενά, στης Γυάρου τα «μνημεία»
το λεν’ πουλιά στα σύδεντρα, βατράχια μες στους βάλτους
το κράζει η μέρα στη νυχτιά κι ο ήλιος στο φεγγάρι
το μολογάνε οι ρεματιές κι ακούν τα κορφοβούνια
αντιλαλεί το μυστικό και στους αιθέρες φτάνει:
Τέτοιο βαρέλι άπατο, τέτοιο κωλοχανείο
ποιος είδε, ποιος αντάμωσε μέσα σ’ αυτή τη ζήση;
Πού ξανακούστηκε λαός να θέλει αλυσίδες
να κάθεται να του περνάν’ τη μια μετά την άλλη
μάτια να έχει μοναχά για της τιβί τ’ς οθόνες
και τίποτα να μη γρικά έξω απ’ τον καναπέ του;
Κι ένας αϊτός περήφανος στ’ αφτιά, φτεροκοπάει
και κρώζει μισοούρανα να τον ακούσουν όλοι:
«Ξυπνάτε νιες, ξυπνάτε νιοι, τα σώβρακα μας παίρνουν
κοιτάτε που ‘τοιμάζονται για να μας τη φορέσουν
κεφάλι μη σηκώσουμε γι’ άλλα σαράντα χρόνια.
Ταχιά ξυπνάτε, τρέξτε ρε, ούτε καφέ μην πιείτε
πάρτε τα όρη, τα βουνά, πιάστε τα μετερίζια
γιατί ετούτη η άνοιξη δεν έχει καλοκαίρι.
Δε βλέπετε τα σύννεφα, τ’ αγέρι δεν τ’ ακούτε;»