Αυτή η ερώτηση τέθηκε από τηλεοπτικό δημοσιογράφο στη συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε χθες στην Πλατεία Συντάγματος για το Φαρμακονήσι. Του επετράπη να την θέσει παρά την παράκληση μέλους των διοργανωτών προς τους δημοσιογράφους να σεβαστούμε την κατάσταση των ανθρώπων αυτών και να μην μετατρέψουμε μια συνέντευξη Τύπου σε δικαστική έρευνα.
Έχω λοιπόν μια μεγάλη απορία: όλοι εσείς που δημόσια θέτετε ερωτήσεις για το τι τελικά συνέβη στο Φαρμακονήσι, γιατί δεν ήρθατε μέχρι το Σύνταγμα να τις απευθύνετε; Και όσοι στείλατε ρεπόρτερ, γιατί δεν προβάλατε τις απαντήσεις που δόθηκαν στα «εύλογα» ερωτήματά σας;
Να το πάω κι ένα βήμα παραπέρα; Πιστεύω αυτούς. Χωρίς ΕΔΕ, χωρίς βίντεο, χωρίς (αυθεντικές) καταθέσεις. Κι αν αποδειχθεί βάσιμα ότι λένε ψέματα κι ότι οι λιμενικοί έπεσαν στη θάλασσα για να σώσουν τα παιδιά και τις γυναίκες που πνίγηκαν και δεν μας το λένε από σεμνότητα – πάλι, στο επόμενο ίδιο ή και χειρότερο περιστατικό, ξανά αυτούς θα πιστέψω. Όχι επειδή είμαι γενικώς και άνευ όρων υπέρ των μεταναστών. Αλλά επειδή έχω δει με τα μάτια μου πώς συμπεριφέρονται οι αρχές, έχω ακούσει με τα αφτιά μου τον ίδιο τον πρωθυπουργό να ζητά να πεταχτούν τα παιδιά των μεταναστών έξω από τους παιδικούς σταθμούς, έχω ακούσει υπουργούς, βουλευτές ή μέλη της σημερινής κυβέρνησης να ζητούν να τους κάνουμε το βίο αβίωτο. Και διεκδικώ το δικαίωμά μου να μην σταματά η μνήμη μου κάθε φορά που συμβαίνει κάτι καινούργιο, όπως θα ήθελε ο κ. Πρετεντέρης ή όπως συνέβη στον κ. Τσίμα προ ημερών όταν έκανε λόγο για βεβαρημένο ποινικό μητρώο της χώρας μας και έσπευσε να το μαζέψει, συντασσόμενος με τον οχετό του συναδέλφου του.
Έτσι λοιπόν θυμάμαι κάθε φορά ότι δεν είναι η πρώτη. Θυμάμαι τις δώδεκα καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την αστυνομική βία στην Ελλάδα. Θυμάμαι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που παραποιούνται καταθέσεις θυμάτων. Θυμάμαι, ας πούμε, το παράδειγμα του μετανάστη που βιάστηκε με κλομπ λιμενικού, θυμάμαι ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την κατάθεση του λιμενικού ότι τάχατες τον χτύπησε ελαφρά στα οπίσθια, δεν δέχτηκε ότι έπεσε θύμα βασανισμού. Θυμάμαι ότι ο μετανάστης ανακάλυψε έναν χρόνο αργότερα το μέγεθος των ανακριβειών στην υποτιθέμενη επίσημη κατάθεση. Και τελικώς τη δικαίωσή του από το ΕΔΔΑ.
Τους πιστεύω γιατί κι εγώ ως δημοσιογράφος ασχολούμαι χρόνια με το μεταναστευτικό. Έχω ερευνήσει τα ναρκοπέδια, έχω κάνει συνεντεύξεις με θύματα που επέζησαν και έχασαν τα ίχνη των συνοδοιπόρων τους. Ξέρω ότι κανείς δεν τους απάντησε τι έγιναν οι άλλοι. Ξέρω ότι ακόμα και οι ερευνητές του ICBL (International Campaign to Ban Landmines), του διεθνούς φορέα για την καταπολέμηση των ναρκών κατά προσωπικού, αμφισβητούν ότι τους δόθηκαν τα πραγματικά στοιχεία από την ελληνική κυβέρνηση και τον στρατό για τους νεκρούς και τους επιζήσαντες.
Τους πιστεύω γιατί έχω κάνει συνεντεύξεις με αποφυλακισθέντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα κρατητήρια–κολαστήρια και ξέρω ότι οι ελληνικές αρχές βασανίζουν. Τους πιστεύω γιατί θυμάμαι τον σύρο πρόσφυγα που το καλοκαίρι πήρε την οικογένειά του από τον πόλεμο και έφτασαν με ένα παρόμοιο σκάφος στη Σάμο. Ξέρω ότι οι αρχές τον συνέλαβαν, τον κράτησαν 1 μήνα, εκείνος ούρλιαζε ότι είναι έξω η οικογένειά του, η γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά 4 ετών και 8 μηνών αλλά δεν υπήρχε μεταφραστής για να εξηγήσει τι τους έλεγε. Η γυναίκα με τα δυο παιδιά κρύβονταν στο βουνό. Και κάηκαν ζωντανοί όταν έπιασε φωτιά η Σάμος. Και τότε για τους «δήθεν ισχυρισμούς του λαθραίου» έκαναν λόγο.
Θα μπορούσα να απαριθμήσω δεκάδες περιστατικά που με πείθουν ότι αυτοί οι άνθρωποι λένε την αλήθεια. Θέλω όμως να απευθύνω μια ερώτηση σε εσάς που πέσατε από τα σύννεφα: γιατί δεν ήρθατε να τους δείτε από κοντά, να τους ακούσετε και να ρωτήσετε; Ένας τηλεοπτικός ρεπόρτερ το έκανε. Ακριβώς έτσι όπως έχουν μάθει με τηλεοπτικό ήθος να ρωτούν: «Γιατί σκοτώθηκαν μόνο γυναίκες και παιδιά; Εσάς γιατί δεν σας έπνιξαν;».
«Ο Θεός μας έσωσε, όχι το λιμενικό. Είδαν τα τουρκικά σκάφη και πανικοβλήθηκαν. Αν είχαν χρόνο θα μας είχαν σκοτώσει όλους» ήταν η απάντηση.
Γιατί δεν την έπαιξε το κανάλι σου, συνάδελφε;
Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου
Φωτογραφία από τον Τσαλαπεινό
πηγή: Unfollow