Παραθέτουμε μια περιεκτική παρουσίαση της Πέλας Σουλτάτου και του βιβλίου της “Ανκόρ”, μέσα από ένα απάνθισμα λεγομένων της, με αφορμή την παρουσία της στο βιβλιοπωλείο “Δύο” την Παρασκευή 19 Μαΐου.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Πέλα Σουλτάτου γεννήθηκε στην Κρήτη. Έχει κάνει σπουδές στην Κοινωνιολογία και τη Δημόσια Υγεία και είναι κάτοχος PhD στις Επιστήμες της Αγωγής από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Διδάσκει στην ανώτατη εκπαίδευση και εργάζεται στον δημόσιο τομέα.
Έχει αρθρογραφήσει σε διάφορες ιστοσελίδες, έντυπα και εφημερίδες, ενώ από το 2007 διατηρεί το blog «Του κανενός το ρόδο». Το 2013 µε το ψευδώνυμο “Niemands Rose” εκδίδει το πρώτο βιβλίο της, µία ανθολογία διηγημάτων µε τίτλο “Τα φώτα στο βάθος” (εκδόσεις “Απόπειρα”). Τη χειμερινή σαιζόν 2014-15 το βιβλίο δραματοποιείται στο “Από μηχανής θέατρο” σε σκηνοθεσία της Εστέρ Αντρέ Γκονζάλες. Το 2015 εκδίδεται το δεύτερο βιβλίο της, ένα µμυθιστόρημα µε τίτλο “Ανκόρ” (εκδόσεις Καστανιώτη). Το 2016 ολοκληρώνει έναν κύκλο μαθημάτων θεατρικής γραφής από τον Ανδρέα Φλουράκη στο “Θέατρο επί Κολωνώ”. Το 2017 επιλέγεται από το ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στο Εργαστήρι Νέων Θεατρικών Συγγραφέων.
Δύο παιδικά έργα της βρίσκονται υπό έκδοση, ενώ έχει μόλις ολοκληρώσει το επόμενο βιβλίο της.
Η συγγραφέας για το βιβλίο της
«Ανκόρ» σημαίνει «ακόμα» στα γαλλικά. Στο τέλος ενός λάιβ το κοινό συνήθως καλεί τους μουσικούς να επανέλθουν στη σκηνή ώστε να παίξουν μερικά τραγούδια ακόμα. Κανένας δεν θέλει να τελειώσει κάτι όμορφο…
«Παρά τους πόνους στις αρθρώσεις, παρά την έκπτωση των αισθήσεων, την απορρύθμιση του οργανισμού, την κατάπτωση της σάρκας, την αδυναμία του κορμιού πια, το εθιστικό φως, το εθιστικό χάδι του πύρινου πλανήτη δεν έλεγε να αποκόψει τον άνθρωπο από τον μεγάλο ομφάλιο λώρο, από την επιθυμία να θέλει να ζήσει μια μέρα ακόμη. Έστω και μία».
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο οικοσύστημα της ασθένειας και του τραύματος, στην πτέρυγα ενός δημόσιου νοσοκομείου. «Ιατρική επίσκεψη. Φάκελοι ξέχειλοι από έγγραφα. Χειρόγραφα ιστορικών ξεπροβάλλουν από τις σχισμές των φακέλων σαν γλώσσες, μιλούν για τα χούγια των αρρώστων, ενώ την ίδια ώρα τούς βγάζουν τη γλώσσα». Ο χώρος χρησιμοποιείται προσχηματικά, συμβολίζει μια κοινωνία σε οριακή κατάσταση. Η αφήγηση κινείται σε δίπολα. Ζωή-θάνατος, έρωτας-μίσος, αντιφασισμός-φασισμός. Είναι ένα ασπρόμαυρο παραμύθι. Στην κλινική συμβιώνει ένας ανομοιογενής θίασος από αφανείς ήρωες, οι οποίοι θα ανακαλύψουν αργότερα πως τους ενώνει η επιθυμία για ζωή. Μάχονται ενάντια στο θάνατο ως φυσικό φαινόμενο αλλά και τελικά ενάντια στην ενσάρκωση του ως ιδεολογία, ενάντια στην άνοδο του ναζισμού.
Οι προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων ξεδιπλώνονται σε αλλεπάλληλα ντουέτα. Ο Αμούρ και η Σουίτι, η γυναίκα με το Π και ο άνδρας με το Ι, ο κηπουρός κι η αδέσποτη γάτα, ο καουμπόι και η Φράου, το ξωτικό του δάσους κι ο ασπρομάλλης με τα άφιλτρα, ο κουρέας με το ποντικομουστακάκι, η διανοούμενη εικαστικός και η κόρη της, το τζιτζίκι, ο ερωτευμένος πανεπιστημιακός και η ερωμένη του, το νυχτοπούλι κι ο μαχαιροβγάλτης, η νοσοκόμα με την ηπειρώτικη προφορά, το αηδονάκι με το ρουμάνικο τραγούδι και ο ηλικιωμένος με τους καταρράκτες, το χλομό πρόσωπο και η τηλεόραση, ο μετανάστης από το Μπαγκλαντές και τέλος ο νεκροθάφτης Σοπενχάουερ, που συνοδεύει τον υπέργηρο ναζί στην τελευταία του κατοικία.
Το βιολί ενός αόρατου σολίστα ηχεί στα αυτιά μόνο των μελλοθανάτων. Γάντια χειρονομούν, μία καρέκλα θέλει να δραπετεύσει σαν τετράποδο, ένα σταχτοδοχείο είναι μαλωμένο με το ασανσέρ, ένας χιονάνθρωπος από μπόγους σεντονιών. Ένα σπουργίτι προσγειώνεται στο τραπέζι των συνδαιτημόνων στην πρώτη παράγραφο του βιβλίου κι ένα κοράκι μας αποχαιρετά στην τελευταία. Ενδιάμεσα εμφανίζονται στο προσκήνιο αδέσποτες γάτες, παπαγαλάκια, σκυλιά, μια κότα, χρυσόψαρα και μια πεταλούδα, που βυζαίνει τα άνθη της ευγνωμοσύνης. Και μουσική, πολλή μουσική. Από Κλοντ Ντεμπισί έως Σωτηρία Μπέλλου κι από Θέμη Αδαμαντίδη μέχρι Λου Ρηντ.
Όταν ξεκίνησα να γράφω το «Ανκόρ» δεν είχα πρόθεση να το αναπτύξω οπωσδήποτε σε μυθιστόρημα. Απλώς συνέβη. Θέλω να πω ότι μου φαίνεται φυσικό να μεταβαίνω από το ένα είδος στο άλλο. Ωστόσο έχω πάντα την αγωνία αν το πέρασμα πέτυχε…
Τυχαία διάλεξα το νοσοκομείο ως πλαίσιο δράσης. Με την ευκαιρία, παρατηρώ πως η λογοτεχνία έχει αποφύγει να αναπτύξει αφηγήσεις στο συγκεκριμένο σκηνικό. Ακόμα και στις λιγοστές περιπτώσεις που το έχει κάνει δείχνει σαφή προτίμηση στις ψυχιατρικές κλινικές, όπως στο «Κόκκινο Λουλούδι» του Γκάρσιν ή στον «Θάλαμο αρ.6» του Τσέχοφ. Όμως το νοσοκομείο είναι ένα πλούσιο σε συμβολισμούς οικοσύστημα, ταυτόχρονα δυστοπικό και θαυμαστό, καθώς πάλλεται μεταξύ ασθένειας και ίασης, ενώ το διαπερνά η επιθυμία της επιβίωσης. Έτσι έστησα ένα σχεδόν θεατρικό σκηνικό, σε μια πτέρυγα ενός δημόσιου νοσοκομείου, όπου αναδύονται ιδιωτικοί βίοι, οι ιστορίες ξεδιπλώνονται σε ντουέτα. Το δραματικό στοιχείο λειτουργεί συμβιωτικά με το υπερβατικό και το κωμικό στοιχείο.
Στο «Ανκόρ» δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο μοιράζεται ένας θίασος ανθρώπων με διαφορετική προέλευση, υπόβαθρο, χαρακτηριστικά. Στην αρχή γνωρίζουμε ένα ερωτευμένο νεαρό ζευγάρι, τον Αμούρ και τη Σουίτι, πλάι σε ένα ηλικιωμένο αγαπημένο ζευγάρι, τη γυναίκα με το Π και τον άνδρα με το Ι και κάτω από ένα ζευγάρι… παπαγαλάκια. Το επόμενο ντουέτο είναι ο κηπουρός που καταδιώκει μια αδέσποτη γάτα. Να πω σ’ αυτό το σημείο πως από το ζωικό βασίλειο συμμετέχουν επίσης μυρμήγκια, περιστέρια, μία χελώνα, μία κότα, δύο χρυσόψαρα, μία πεταλούδα κι ένα κοράκι. Ίσως πρόκειται για επιρροή από τις ταινίες του Κουστουρίτσα.
Στο πρώτο κεφάλαιο εισάγεται και το υπερβατικό στοιχείο του μυθιστορήματος με τον αόρατο βιολιστή, ο οποίος κοσμεί και το εξώφυλλο, που το θεωρώ αριστουργηματικό. Έμμεση αναφορά στον στίχο του Χρήστου Μπράβου «Κι όμως το πιο γλυκό βιολί/ το παίζει ο θάνατος» και την αυτοπροσωπογραφία με τον θάνατο βιολιστή του Αρνολντ Μπέκλιν. Ακολουθούν γάντια που χειρονομούν, ένας χιονάνθρωπος από μπόγους κλινοσκεπασμάτων, μια καρέκλα που θέλει να ξεχυθεί σαν τετράποδο στους κήπους, το ρολόι που σταματάει στο φασιστικό πογκρόμ, ασανσέρ μαλωμένα με κάδους σκουπιδιών… Μάλλον είμαι επηρεασμένη από τον κινηματογράφο του Βιτόριο ντε Σίκα και του Φρανκ Κάπρα. Ο βιολιστής εισάγει το σουρεαλιστικό στοιχείο αλλά και τη μουσική, η οποία περιβάλλει όλη την αφήγηση, από Κλοντ Ντεμπισί μέχρι Ρίτα Σακελλαρίου.
Στην κεντρική σκηνή, στην κλινική δηλαδή, συναντάμε πρώτα τον ασπρομάλλη με τα άφιλτρα, έναν παππού εξαϋλωμένο από την αρρώστια αλλά ανυποχώρητο υπερασπιστή των επιθυμιών του, εκείνων ακριβώς που τον κατέστρεψαν, μαζί με την κόρη του, το ξωτικό. Εμφανίζεται ο πανεπιστημιακός γιατρός με την κουστωδία του. Περνοδιαβαίνει μία καλτ φιγούρα, ο τηλεορασάς ή αλλιώς καουμπόι. Γνωρίζουμε και τον κουρέα με το ποντικομουστακάκι, έναν καλοσυνάτο και χωρατατζή γεράκο. Έχω εσκεμμένα τοποθετήσει κάποια ήσσονα πρόσωπα ώστε να αντισταθμίζεται η δραματικότητα του τόπου και του θέματος. Στους επόμενους θαλάμους συναντούμε τον ηλικιωμένο με τους καταρράκτες και το αηδονάκι με το ρουμάνικο τραγούδι, την εργάτρια που τον φροντίζει. Στο ίδιο δωμάτιο νοσηλεύεται το χλομό πρόσωπο, ένας μοναχικός και παραιτημένος άνθρωπος, η συντροφιά του οποίου είναι η τηλεόραση.
Στον διάδρομο ανταμώνουμε κομπάρσους, άλαλους κλινήρεις ασθενείς. Κι ακόμη έναν μετανάστη από το Μπανγκλαντές που επικοινωνεί με παντομίμα με τον καουμπόι. Σε άλλα δωμάτια περιθάλπονται μία διανοούμενη μητέρα, η ασθενής με τα πολλαπλά εγκεφαλικά, δάνεια μορφή από το «Αμούρ» του Χάνεκε, στη δύσκολη σχέση με την κόρη της. Έπειτα το νυχτοπούλι, ένας νεαρός αντιφασίστας που έμελλε να μαχαιρωθεί πισώπλατα από τον παλιό του συμμαθητή. Η νοσοκόμα με την ηπειρώτικη προφορά, με τη γλύκα και τη γενναιότητά της. Στο τέλος, ο νεκροθάφτης «Σοπενχάουερ» οδηγεί έναν υπέργηρο ναζί στην τελευταία του κατοικία. Το κοινό νήμα ανάμεσα στους ετερόκλητους ήρωες του βιβλίου είναι η μάχη ενάντια στο θάνατο, όποια μορφή κι αν παίρνει.
Η συγγραφέας μέσα από λεγόμενα και γραφόμενά της
- Είναι το κλασικό που συμβαίνει στους Έλληνες δηλαδή αυτό που είμαστε σχεδόν όλοι γραφομανείς και καλά κάνουμε δηλαδή. Το πρώτο μου γραπτό ήταν ένα ποίημα όταν ήμουν εννιά χρονών. Είχα δει στις ειδήσεις ότι υπήρξε ένας νεκρός σε κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα κι αυτό με είχε συγκλονίσει. Κλείστηκα λοιπόν στη σάλα του σπιτιού, αυτή που άνοιγε μόνο στις γιορτές, απομονώθηκα εκεί, έγραψα το ποίημα, το διάβασα, τρόμαξα και το έσκισα. Μετά επειδή είχα μια κλίση στον στίχο στο σχολείο έγραφα σαχλοτράγουδα τύπου Καρβέλας-Βίσση και βάζαμε όλοι μαζί οι συμμαθητές μουσική και τα τραγουδάγαμε. Έτσι από τα εννιά μου μέχρι τα είκοσι εννιά έγραφα ποίηση αλλά κάποια στιγμή ήρθε -ευτυχώς- η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαι καλή ποιήτρια. Έτσι σταμάτησα συνειδητά να γράφω ποίηση. Μου είχε μείνει, όμως, η κεκτημένη ταχύτητα του γραψίματος κι έτσι δοκίμασα μετά να κάνω γυμνάσματα στον πεζό λόγο, στο blog μου. Αυτό έτυχε να έχει μια απήχηση, το είδαν πέντε άνθρωποι, τους άρεσε, τους ενδιέφερε, ακούστηκε και μετά από μια παραγωγή γραπτών από το 2007 έως το 2012 με έπεισε ένας φίλος επιμελητής εκδόσεων, ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος, να κάνω μια ανθολογία και να τη στείλω σε εκδοτικούς. Έτσι προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» από την “Απόπειρα”.
- Έφτιαξα το blog για να εκφράζομαι αλλά από την άλλη ποτέ δεν είχα πρόβλημα να εκτεθώ, από πιτσιρίκι ακόμη. Πάντα ήμουν ενεργή στα κοινά, στο μαθητικό κίνημα ενώ πριν από το blog έγραφα σε εφημερίδες και περιοδικά. Έτσι συνεχίζω και θεωρώ ότι είναι σημαντικό να παραμείνω έτσι. Άλλωστε ήμουν και είμαι ανένταχτη πολιτικά και αυτό μου δίνει πολύ μεγάλο βαθμό ελευθερίας.
- Πιστεύω ότι απ’ όλα τα γραπτά μου εκεί που είμαι πιο πηγαία, γνήσια και ειλικρινής είναι στα λογοτεχνικά γιατί εκεί δεν υπάρχει κανένας περιορισμός από πουθενά. Δεν με απασχολεί αν θα δυσαρεστήσω, εκνευρίσω ή αν θα εκτεθώ. Έτσι νομίζω ότι πρέπει να λειτουργούμε. Σε σχέση με τις ασυνείδητες διαδικασίες που σε φέρνουν στο να κάνεις λογοτεχνία φέρνω το παράδειγμα του βιολιστή, του χαρακτήρα που υπάρχει μέσα στο “Ανκόρ”. Δεν ξέρω πώς προέκυψε είναι η πρώτη επιπόλαιη απάντηση αλλά αν κάτσω να το δω αναδρομικά προφανώς υπάρχουν κάποιες αναφορές μέσα στο κεφάλι μου. Προσπαθώντας να καταλάβω γιατί έβαλα μέσα στο μυθιστόρημα έναν αόρατο βιολιστή που συμβολίζει τον θάνατο κατέληξα ότι έχω κάνει μια αναφορά στο ποίημα του Χρήστου Μπράβου, που το έμαθα από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και λέει «κι όμως το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος» και σε έναν πίνακα του Bocklin που δείχνει τον θάνατο στο σβέρκο του καλλιτέχνη. Επιπλέον μου λέει μια φίλη από το αντιφασιστικό κίνημα, η Μαργαρίτα, ότι της θύμισε τον Βάγκνερ που έβαζαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
- Δεν μου αρέσει κάτι που, ορισμένες φορές, το βλέπω και σε μένα: ο διδακτισμός. Προσπαθώ, τουλάχιστον, να κουνώ το δάκτυλο με έναν τρόπο πιο χαριτωμένο. Ο Βukowski είναι από τους αγαπημένους μου γιατί στο έργο του δεν υπάρχει ίχνος διδακτισμού. Συμβαίνει να μη μου αρέσουν πράγματα που αναγνωρίζω και στα δικά μου γραπτά. Δεν μου αρέσει ο βερμπαλισμός και στο “Ανκόρ” δεν μπόρεσα να τον αποφύγω. Επίσης, δεν μου αρέσουν τα άνευρα, τα γλυκανάλατα, τα μελό. Αυτά δεν τα εντοπίζω στα κείμενά μου, ίσως βέβαια κάποιοι άλλοι το κάνουν. Επίσης δεν μου αρέσουν αυτοί που δεν παίρνουν θέση. Πάρε θέση, τσαλακώσου και λίγο, δεν πειράζει. Όλοι οι καλλιτέχνες που αγαπώ ήταν αυτοί που έπαιρναν θέση. Η γενιά beat με Βukowski, Κerouac, Burroughs, ενώ στη νεοελληνική λογοτεχνία κορυφαίος για εμένα είναι ο Μάριος Χάκκας, που ήταν και αδικημένος και τσαλακωμένος. Διάβαζα από Tim Robbins μέχρι George Orwell, με αυτά μεγάλωσα, διαβάζοντας τους ανθρώπους που δεν είχαν comme il faut. Να αυτό απεχθάνομαι: τον καθωπρεπισμό και την έλλειψη χιούμορ.
- Δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας. Η αναρχοκομμουνιστική μου παιδεία δε μου το επιτρέπει να έχω μπροστάρηδες. Από την άλλη, η βαθιά αποστροφή που μου προκαλεί ο ναζισμός αντιμάχεται το δέος του δυτικού πολιτισμού για την επιτυχία, την τελειότητα, την ρωμαλεότητα, την αποθέωση της ομορφιάς και της νεότητας. Ήθελα να φτιάξω μια χάρτινη συντροφιά από δυστυχείς, αδύναμους, γέρους, άσχημους, ζορισμένους ανθρώπους αλλά χωρίς την εξτραβαγκάντζα του περιθωριακού. Θέλησα, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, να συνθέσω μια ανθρωπογεωγραφία που θα θυμίζει πεζοδρόμιο στο κέντρο της Αθήνας, λερό, φθαρμένο, γκρίζο. Οι δρόμοι έχουν ονομασίες, όχι τα κράσπεδα. Όμως εκεί περπατάς, δεν έχει γκάζια, κάπου πηγαίνεις, παίρνεις μυρωδιά την άνοιξη και τους περαστικούς τριγύρω, μπορεί να σταθεί και καμιά πεταλούδα στον ώμο σου.
- Ο βιολογικός θάνατος είναι η μία όψη, η άλλη είναι η ιδεολογία που τον ενσαρκώνει. Η Σούζαν Σόνταγκ είχε προσφυώς χαρακτηρίσει τον ναζισμό ενσάρκωση του θανάτου. Στρέφεται κατά πάντων και τελικά κατά του ίδιου του εαυτού. Η επιθυμία του θανάτου ενυπάρχει σε κάθε γνώρισμά του, από την προγονολατρία, όπου δεν μπορεί να λατρέψει παρά το μη ζωντανό, μέχρι την ομοιομορφία και την τελειότητα στην τέχνη, που θυμίζει νεκρική ακαμψία. Στον πυρήνα του φασισμού είναι το μίσος για τη ζωή. Ακόμα κι αν κάποιος δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αντιφασίστας ή δεν είναι πολιτικά συνειδητοποιημένος, όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ των αμοιβαίως αποκλειόμενων, στο δίπολο αγάπη-μίσος, ζωή-θάνατος, αν εμφορείται από έρωτα για τη ζωή, η επιλογή θα είναι πηγαία.
- Ένα πογκρόμ φασιστών αντιμετωπίζεται όπως τα τέρατα στα παραμύθια. Έτσι όπως πρέπει δηλαδή. Το κακό πρέπει να συντριβεί.